- αντιασθματικός
- -ή, -ό(για φάρμακα) αυτός που χρησιμοποιείται για θεραπεία του βρογχικού άσθματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιασθματικός — ή, ό αυτός που θεραπεύει το βρογχικό άσθμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)